φιλοτιμία

φιλοτιμία
φῐλοτῑμ-ία, [dialect] Ion. -ιη, ,
A love of honour or distinction, ambition, freq. in bad sense in early writers, Pi.Fr.210, E.IA527, Ar.Th.383, Arist.EN1125b22;

κακίστη δαιμόνων Φ. E.Ph. 532

;

ἄκαιρος Isoc.Ep.2.9

;

πλεονεξία καὶ φ. Th.3.82

; with φιλονικία, Pl.Lg.860e; also in good sense, Isoc.5.110, X.Mem.3.3.13, Hier.7.3, Pl.R.553c: the object is added in gen., φ. τῶν καλῶν ib.555a, cf. X.Cyr.8.1.35; also

φ. ἐπὶ τοῖς καλοῖς Pl.Smp.178d

; ὑπὲρ τῶν ὅλων, περί τι, Plb.1.52.4, 5.71.6;

πρὸς τὰ καλά Id.6.55.4

, cf. Pl.Lg.834b; but φ. πρός τινα ambitious rivalry with him,

ἡ πρὸς ἀλλήλους φ. καὶ στάσις Plb.4.87.7

(but αἱ πρὸς σφᾶς αὐτοὺς φ. is f.l. for φιλονικίαι (ap.Stob.) in Isoc.3.18); φ. ἐμβάλλειν τινί, ὅπως . . X. Cyr.8.1.39: freq. with Preps.,

διὰ φιλοτιμίαν Pl.R.586c

, Isoc.5.86, etc.;

φιλοτιμίας ἕνεκα Lys.19.56

;

ὑπὸ φιλοτιμίας Pl.Phdr.257c

, etc.; simply

φιλοτιμίᾳ D.2.18

;

φ. τινὶ καὶ φιλονεικίᾳ Plu.2.856a

: pl., jealousies, rivalries,

κατ' ἰδίας φ. Th.8.89

;

φιλονικίαι καὶ φ. Pl.R.548c

, etc.;

αἱ φ. τῶν συγγραφέων

party-feelings,

Plb.3.21.10

.
2 conceited obstinacy,

ἡ φ. κτῆμα σκαιόν Hdt.3.53

;

ὑπὸ φιλοτιμίας, ἣν ὀνομάζουσιν οἱ νῦν Ἕλληνες κενοδοξίαν Gal.6.415

.
3 ambitious display, ostentation,

πλούτου Lys.33.2

: but freq.
4 lavish outlay for public purposes, munificence,

ἡ πρὸς ὑμᾶς φ. Aeschin.3.19

, cf. POxy. 1153.16 (i A. D.), Dacia 1.273 ([place name] Tomi), BCH51.99 ([place name] Panamara), etc.: pl., occasions for munificence, Plu.Nic.3.
II the object coveted, honour, distinction, credit,

ἔστιν τὸ γράμμα ἐκείνῳ μὲν φ. πρὸς ὑμᾶς D.20.69

;

φ. παρέχειν τινί X.Hier.1.27

; ἐκείνῳ ἔχει φ. is to his credit, D.2.3
;

ψευδῆ φ. κτᾶται Aeschin.3.45

;

ἑνὶ τὴν φ. συνεχώρησεν Plu. Phoc.20

; both in sg. and pl., ἀποστερεῖσθαι τῆς φιλοτιμίας or τῶν -ιῶν, D.24.210, 19.223, cf. 24.91 (pl.); στέφανος φιλοτιμίας διὰ βίου, as an honour, Rev.Arch.22(1925).62 ([place name] Callatis); φιλοτιμίας χρυσίον charitable fund, ib.34(1931).347 ([place name] Stobi).
III punningly, the conduct of one Philotimus, Cic.Att.6.9.2, 7.1.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλοτιμία — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φιλοτιμίη Α [φιλότιμος] μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, απλοχεριά νεοελλ. 1. έντονη συναίσθηση τής προσωπικής τιμής και αξιοπρέπειας, ευθιξία, φιλότιμο («τού έθιξε την φιλοτιμία του») 2. προθυμία στην εκτέλεση εντολής ή καθήκοντος… …   Dictionary of Greek

  • φιλοτιμία — η 1. η ιδιότητα του φιλότιμου ανθρώπου, ο χαρακτήρας και η διαγωγή του, η ζωηρή αγάπη του για την τιμή (τη δόξα, την αξιοπρέπεια), η φιλοδοξία. 2. ζωηρή και διαρκής συναίσθηση της προσωπικής τιμής και αξιοπρέπειας, προσωπικός εγωισμός, ευθιξία,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλοτιμία — φιλοτῑμίᾱ , φιλοτιμία love of honour fem nom/voc/acc dual φιλοτῑμίᾱ , φιλοτιμία love of honour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτιμίᾳ — φιλοτῑμίαι , φιλοτιμία love of honour fem nom/voc pl φιλοτῑμίᾱͅ , φιλοτιμία love of honour fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτιμούμαι — φιλοτιμοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και ενεργ. τ. φιλοτιμώ και φιλοτιμῶ, έω, ΝΜ, και φιλοτιμώ, άω, και φιλοτιμιούμαι, και φιλοτιμιέμαι, Ν [φιλότιμος] νεοελλ. 1. ενεργ. διεγείρω την φιλοτιμία κάποιου 2. μέσ. α) παρακινούμαι από φιλοτιμία να κάνω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • φιλοτιμώ — φιλοτίμησα, φιλοτιμήθηκα 1. μτβ., διεγείρω τη φιλοτιμία κάποιου, τον κάνω να δείξει ζήλο, να φανεί φιλότιμος: Ο λοχαγός τούς φιλοτίμησε για την επίθεση. 2. το μέσ., φιλοτιμούμαι και φιλοτιμιούμαι και φιλοτιμιέμαι παρακινούμαι από φιλοτιμία να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλότιμος — Έλληνας γιατρός, μαθητής του Πραξαγόρα του Κώου, που αναφέρεται κυρίως για τη δραστηριότητά του το 320 π.Χ. Aσχολήθηκε με την ανατομία και επιχείρησε να περιγράψει διάφορα όργανα, όπως τον εγκέφαλο, τον οποίο θεωρούσε κατώτερης σημασίας.… …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՏՈՒԱՍԻՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0619 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 13c գ. φιλοτιμία, φιλοτίμημα, φιλοτιμόν honoris studium, ambitio, conatus. Պատուասէրն լինել. փառասիրութիւն. փոյթ փառաց. եւ պատույ անձին. *(ընդդէմ դնել) պատուասիրութեան… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • φιλοτιμί' — φιλοτῑμίαι , φιλοτιμία love of honour fem nom/voc pl φιλοτῑμίᾱͅ , φιλοτιμία love of honour fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτιμίαι — φιλοτῑμίαι , φιλοτιμία love of honour fem nom/voc pl φιλοτῑμίᾱͅ , φιλοτιμία love of honour fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοτιμίας — φιλοτῑμίᾱς , φιλοτιμία love of honour fem acc pl φιλοτῑμίᾱς , φιλοτιμία love of honour fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”